χωριστικός

χωριστικός
-ή, -ό / χωριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [χωριστός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωρισμό ή ο κατάλληλος για χωρισμό
νεοελλ.
ο υπαίτιος χωρισμού, αυτός που συντελεί στον χωρισμό, διασπαστικός («χωριστικό κίνημα» — πολιτικό και στρατιωτικό κίνημα που αποβλέπει στην αυτονόμηση ή την ανεξαρτητοποίηση τμήματος τής πολιτείας στην οποία ανήκει)
αρχ.
γραμμ. (για ρήμα) αυτός που δηλώνει χωρισμό.
επίρρ...
χωριστικώς / χωριστικῶς, ΝΑ, και χωριστικά Ν
με χωριστικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωριστικός — separative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωρισμό, ο κατάλληλος στο να χωρίζει: Ήταν ένα χωριστικό κίνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βορείων και Νοτίων, πόλεμος ή Χωριστικός πόλεμος — (Secession War). Με την ονομασία αυτή είναι γνωστός ο πόλεμος μεταξύ των βόρειων και των νότιων πολιτειών των ΗΠΑ, που διήρκεσε από τον Απρίλιο του 1861 έως τον Απρίλιο του 1865. Το 1860 περίπου το μακρόχρονο και ακανθώδες πρόβλημα της… …   Dictionary of Greek

  • χωριστικά — χωριστικός separative neut nom/voc/acc pl χωριστικά̱ , χωριστικός separative fem nom/voc/acc dual χωριστικά̱ , χωριστικός separative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικόν — χωριστικός separative masc acc sg χωριστικός separative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικοῖς — χωριστικός separative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικοῦ — χωριστικός separative masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικήν — χωριστικός separative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικῶς — χωριστικός separative adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωριστικώς — χωριστικῶς, ΝΑ, και χωριστικά Ν επίρρ. βλ. χωριστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”